- πυριχαρής
- πῠρι-χᾰρής, ές,A rejoicing in fire, PMag. Par.1.593.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυριχαρής — ές, Α αυτός που χαίρεται με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χαρής (< *χάρος < χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] … Dictionary of Greek
πυριχαρῆ — πυριχαρής rejoicing in fire neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυριχαρής rejoicing in fire masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυριχαρής rejoicing in fire masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek